- ογκολόγος
- ο, ηγιατρός ειδικευμένος στους όγκους, καρκινολόγος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ογκολόγος — ο, η ιατρ. ιατρός ειδικός στη μελέτη, διάγνωση και θεραπεία τών όγκων … Dictionary of Greek